baş
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- baş < οθωμανικά τουρκικά باش (baş: κεφάλι) < πρωτοτουρκική *baĺč (κεφάλι)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
baş
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- baş < πρωτοτουρκική *biāĺč (τραύμα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
baş