avoir
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
avoir (fr)
Κλίση επεξεργασία
- avoir - κλίση στο γαλλικό Βικιλεξικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- avoir envie de: θέλω, επιθυμώ
- avoir faim: πεινώ
- avoir mal à: πονώ
- avoir de la peine: λυπάμαι
- avoir soif: διψώ
- avoir sommeil: νυστάζω
- en avoir assez de: βαριέμαι
- en avoir marre de: βαριέμαι (οικείο)
- ne pas avoir la tête à: δεν μπορώ να σκεφτώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
avoir | avoirs |
avoir (fr) αρσενικό