Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός available
συγκριτικός more available
υπερθετικός most available

  Ετυμολογία επεξεργασία

available < avail + -able

  Επίθετο επεξεργασία

available (en)

  • διαθέσιμος, κυκλοφορώ, που μπορώ να πάρω, να αγοράσω ή να βρω
    She took all the available awards in her category.
    Αυτή πήρε όλα τα διαθέσιμα βραβεία στην κατηγορία της.
    This magazine/medicine is not available in Greece.
    Αυτό το περιοδικό/φάρμακο δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα.

  Πηγές επεξεργασία