Δείτε επίσης: auto, Auto

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

auto- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτο- < αὐτός (ο ίδιος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɔː.təʊ/

  Πρόθημα επεξεργασία

auto- (en)

  • που εφαρμόζεται σε αυτόν που μιλάει

Σύνθετα επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

auto- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτο- < αὐτός (ο ίδιος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.to/
ομόηχο: auto

  Πρόθημα επεξεργασία

auto- (fr)

  1. που εφαρμόζεται σε αυτόν που μιλάει
    pratiquer l’autocensure
  2. σχετικός με αυτοκίνητα, μέσα μεταφορών, αυτοκινητιστική βιομηχανία
    un autorail
  3. αυτόματος, δηλαδή που πραγματοποιείται ή κατευθύνεται χάρη στα ίδια μέσα ή χωρίς εξωτερική επέμβαση
    un appareil autofocus

Σύνθετα επεξεργασία

Αναγραμματισμοί επεξεργασία




Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

auto- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτο- < αὐτός (ο ίδιος)

  Πρόθημα επεξεργασία

auto- (es)

  • που εφαρμόζεται σε αυτόν που μιλάει

Σύνθετα επεξεργασία

όπως ενδεικτικά



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

auto- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτο- < αὐτός (ο ίδιος) ή λατινική auto-

  Πρόθημα επεξεργασία

auto- (it)

  • που εφαρμόζεται σε αυτόν που μιλάει

Σύνθετα επεξεργασία