attach
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- attach < μέση αγγλική, σημασία: κατάσχω] ως νόμιμη εξουσία < παλαιά γαλλική atachier και estachier (προσδένω, σταθεροποιώ) < κοινή γερμανική ρίζα με το stake· Συγκρίνετε με το attack
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | attach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attaches |
αόριστος | attached |
παθητική μετοχή | attached |
ενεργητική μετοχή | attaching |
attach (en)
- (μεταβατικό) προσκολλώ, συνδέω, ενώνω, τοποθετώ, βάζω
- (μεταβατικό) επισυνάπτω, στέλνω ηλεκτρονικό έγγραφο με email
- ↪ Don't forget to attach your photos to the email!
- Μην ξεχάσεις να επισυνάψεις τις φωτογραφίες σου στο ημέιλ!
- ↪ Don't forget to attach your photos to the email!
- (μεταβατικό) δίνω, πιστεύω ότι κάτι είναι σημαντικό ή αξίζει να το σκεφτώ
- ↪ Don’t attach importance to what people say.
- Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
- ↪ Don’t attach importance to what people say.
- αποδίδω ιδιότητα (θεωρώ - ερμηνεύω κάπως μία ιδιότητα αντικειμένου)
- (παρωχημένο, νομικός όρος) συλλαμβάνω