assomption
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
assomption | assomptions |
assomption (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) η θαυματουργική μεταφορά της Θεοτόκου στον ουρανό μέσω μιας νεφέλης
- → δείτε τη λέξη Assomption
- το αποτέλεσμα του να αναλάβει κάποιος κάποια εργασία, κάποια υποχρέωση
- η δεύτερη πρόταση ενός συλλογισμού
- → δείτε τη λέξη hypothèse