Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

assert (en)

  1. διαβεβαιώνω
  2. διεκδικώ
  3. (προγραμματισμός) παρεμβάλλω κώδικα (εντολές) για να επιβεβαιώσω ότι μεταβλητές (variables) του προγράμματος έχουν τις τιμές που θα έπρεπε (βλ. assertion)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία