Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

aspiration (en)

  1. η επιδίωξη, ο πόθος για κάτι ανώτερο, πνευματικό, ιδανικό
  2. η εισπνοή
  3. η δάσυνση (ενός φθόγγου)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
aspiration aspirations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

aspiration (fr) θηλυκό

  1. η επιδίωξη, ο πόθος για κάτι ανώτερο, πνευματικό, ιδανικό
  2. η εισπνοή
  3. η δάσυνση (ενός φθόγγου)

Συγγενικά επεξεργασία