Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός arrogant
συγκριτικός more arrogant
υπερθετικός most arrogant

  Επίθετο επεξεργασία

arrogant (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη humble

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 29. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αλαζονικός

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

arrogant < λατινική arrogans

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ʁɔ.ɡɑ̃/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό arrogant arrogants
θηλυκό arrogante arrogantes

arrogant (fr)

Συγγενικά επεξεργασία