Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈæ.ɹɛ͡ɪ/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /əˈɹeɪ/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
array arrays

array (en) ουδέτερο

  1. συστοιχία
  2. (μαθηματικά) πίνακας (δείτε και λέξη: matrix)
  3. (προγραμματισμός) πίνακας, με την απλούστερη μορφή να είναι: linear array ή one-dimensional array
    υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
    δείτε επίσης: Array data structure στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • array στην αγγλική Βικιπαίδεια