Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aʁk.tik/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
arctique arctiques

arctique (fr) αρσενικό ή θηλυκό