Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aʁ.ka.ik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
archaïque archaïques

archaïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό