archéologue
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
archéologue | archéologues |
archéologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που ασχολείται με την αρχαιολογία
ενικός | πληθυντικός |
archéologue | archéologues |
archéologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό