Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

amande < δημώδης λατινική °amandula < amygdala

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.mɑ̃d/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
amande amandes

amande (fr) θηλυκό

  1. (τρόφιμο) το αμύγδαλο
  2. (αρχιτεκτονική) κάδρο σε σχήμα έλλειψης γύρω από την παράσταση του Χριστού, κυρίως σε τύμπανα ρομανικών εκκλησιών

Συγγενικά επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη amanter