altimètre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /al.ti.mɛtʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
altimètre | altimètres |
altimètre (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- altitude: υψόμετρο (νοητή κατακόρυφη απόσταση ενός σημείου από το μέσο επίπεδο της θάλασσας)
- hypsomètre: υψόμετρο (όργανο που μετρά την παραπάνω απόσταση)