Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

alo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *al- (αυξάνω, τρέφω)

  Ρήμα επεξεργασία

alo (la)

Κλίση επεξεργασία