Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

allusion (en)

  1. η νύξη, ο υπαινιγμός



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
allusion allusions

allusion (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία