allusion
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
allusion (en)
- η νύξη, ο υπαινιγμός
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
allusion | allusions |
allusion (fr) θηλυκό
- ο υπαινιγμός (με θετική έννοια), η παραπομπή, η αναφορά, η υποδήλωση
- dans son rapport, il fait allusion à... - στην αναφορά του, αναφέρεται σε...