allongement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
allongement | allongements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
allongement (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη allonger
ενικός | πληθυντικός |
allongement | allongements |
allongement (fr) αρσενικό