Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

alfa < alpha

  Ουσιαστικό επεξεργασία

alfa (en) (πληθυντικός alfas)



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

alfa (pl) θηλυκό

  • το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: άλφα