akrobata
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- akrobata < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akrobata | akrobataj |
αιτιατική | akrobatan | akrobatajn |
akrobata (eo)
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | akrobata | akrobaci |
γενική (dopełniacz) | akrobaty | akrobatów |
δοτική (celownik) | akrobacie | akrobatom |
αιτιατική (biernik) | akrobatę | akrobatów |
οργανική (narzędnik) | akrobatą | akrobatami |
τοπική (miejscownik) | akrobacie | akrobatach |
κλητική (wołacz) | akrobato | akrobaci |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
akrobata (pl) αρσενικό