akrigilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- akrigilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akrigilo | akrigiloj |
αιτιατική | akrigilon | akrigilojn |
akrigilo (eo)
- το ακονιστήρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akrigilo | akrigiloj |
αιτιατική | akrigilon | akrigilojn |
akrigilo (eo)