Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας agree
γ΄ ενικό ενεστώτα agrees
αόριστος agreed
παθητική μετοχή agreed
ενεργητική μετοχή agreeing

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

agree (en)

  • συμφωνώ
    You are not wrong, but I don’t agree with you.
    Δεν έχεις άδικο αλλά δε συμφωνώ μαζί σου.

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία