Δείτε επίσης: AGO

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

ago (en)

  • πριν από, μπροστά από, χρησιμοποιείται σε εκφράσεις του χρόνου με το simple past tense για να δείξει πόσο μακριά στο παρελθόν συνέβη κάτι
    ten years ago exactly - πριν από δέκα χρόνια ακριβώς
    many years ago - πριν από πολλά χρόνια
    I bought them two months ago.
    Τα αγόρασα μπροστά από δυο μήνες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη before

  Πηγές επεξεργασία



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ago < ag- + -o

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ago agoj
αιτιατική agon agojn

ago (eo)



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

ago (it)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ago < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- / *agʰ- / * αγ-. Συγγενές με το αρχαία ελληνική ἄγω

  Ρήμα επεξεργασία

ago (la) (ago-egi-actum-agere)

  1. άγω, διάγω
  2. ελαύνω
  3. πράττω, κάνω

Εκφράσεις επεξεργασία

  1. ago bellum (=κάνω πόλεμο, πολεμώ)

Κλίση επεξεργασία