agité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- agité < agiter
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agité | agités |
θηλυκό | agitée | agitées |
agité (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agité | agités |
θηλυκό | agitée | agitées |
agité (fr)