agent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
agent (en)
- πράκτορας (π.χ. μυστικής υπηρεσίας, ταξιδιωτικός πράκτορας)
- ο αντιπρόσωπος κάποιου άλλου, πχ ο ατζέντης
- ο δρων, δράστης
- (χημεία) δραστικός παράγοντας· οτιδήποτε έχει τη δύναμη να παραγάγει ένα αποτέλεσμα
- ↪ chemical agent - δραστική χημική ουσία, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στα χημικά όπλα
- (γραμματική) το πρόσωπο που ενεργεί· το υποκείμενο στην ενεργητική σύνταξη ή το ποιητικό αίτιο στην παθητική
- ↪ The student is examined by the teacher. In this sentence, “the teacher” is the agent.
- Ο μαθητής εξετάζεται από τον καθηγητή. Σε αυτή την πρόταση, «από τον καθηγητή» είναι το ποιητικό αίτιο.
- ↪ The student is examined by the teacher. In this sentence, “the teacher” is the agent.
- (φιλοσοφία, ψυχολογία) αυτενεργός, αυτόβουλο ον, αυτόβουλα δρων ον, συνειδητός δράστης ή απλά δρων
Συνώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- user agent (UA)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
agent | agents |
agent (fr) αρσενικό
- ο πράκτορας (πχ μυστικής υπηρεσίας, ταξιδιωτικός πράκτορας κλπ)
- ο αντιπρόσωπος κάποιου άλλου, πχ ο ατζέντης
- ο δραστικός παράγοντας· οτιδήποτε έχει τη δύναμη να παραγάγει ένα αποτέλεσμα
- agent de pollution de l'environnement - παράγοντας μόλυνσης του περιβάλλοντος
Συγγενικά επεξεργασία
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
agent (pl) αρσενικό