Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
aeroplane aeroplanes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

aeroplane (en) (ΗΒ) (επίσης Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία) ή airplane (ΗΠΑ) (επίσης Καναδάς)