Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
advertisement advertisements

  Ετυμολογία επεξεργασία

advertisement < άμεσο δάνειο από τη μέση γαλλική advertissement (δήλωση που εφιστά την προσοχή). Συγκρίνετε με τη γαλλική avertissement (προειδοποίηση). Μορφολογικά αναλύεται σε advertise + -ment. (μαρτυρείται από το 15ο αιώνα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ədˈvɜː.tɪs.mənt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /æd.vɝːˈtaɪz.mənt/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ad‐ver‐tise‐ment

  Ουσιαστικό επεξεργασία

advertisement (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η διαφήμιση
  2. η αγγελία
  3. η σύσταση ενός συγκεκριμένου προσώπου, προϊόντος ή υπηρεσίας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. advertisement - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

  Πηγές επεξεργασία