adoration
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
adoration (en)
- η λατρεία
- η προσκύνηση
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
adoration | adorations |
adoration (fr) θηλυκό