acrobate
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- acrobate < ακροβάτης
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
acrobate | acrobates |
acrobate (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
acrobate | acrobates |
acrobate (fr) αρσενικό ή θηλυκό