acquisition
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
acquisition | acquisitions |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌæk.wɪˈzɪʃ.ən/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌæk.wəˈzɪʃ.ən/ (ΗΠΑ)
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
acquisition (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ki.zi.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
acquisition (fr)