achalandage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
achalandage | achalandages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
achalandage (fr) αρσενικό
- (νομικός όρος) η πελατεία
- (νομικός όρος) το σύνολο των εμπορευμάτων που παρουσιάζονται στο κοινό
ενικός | πληθυντικός |
achalandage | achalandages |
achalandage (fr) αρσενικό