accomplissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kɔ̃.plis.mɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accomplissement | accomplissements |
accomplissement (fr) αρσενικό
- η εκπλήρωση, το πλήρωμα, η τελεσφόρηση, η πραγμάτωση
ενικός | πληθυντικός |
accomplissement | accomplissements |
accomplissement (fr) αρσενικό