Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
accident accidents

  Ετυμολογία επεξεργασία

accident < (κληρονομημένο) μέση αγγλική accident < παλαιά γαλλική accident < λατινική accidens < accido < ad + cado

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈæk.sɪ.dənt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈæk.sə.dənt/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

accident (en)

  1. το ατύχημα
  2. το τυχαίο γεγονός

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
accident accidents


  Ετυμολογία επεξεργασία

accident < λατινική accidens < accidere (λαμβάνω χώρα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ksi.dɑ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

accident (fr) αρσενικό

  1. το ατύχημα, το δυστύχημα
    accident de la route, accident de la circulation - αυτοκινητιστικό δυστύχημα
  2. η αλλοίωση
  3. (μουσική) η αλλοίωση ενός φθόγγου (ή και περισσότερων) που δε βρίσκεται στο κλειδί· (κατ’ επέκταση) το αντίστοιχο σύμβολο (δίεση, ύφεση, αναίρεση)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία