accent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accent | accents |
accent (en)
- o τόνος και το τονικό σημάδι στη γραφή
- η προφορά, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιάς περιοχής
- (μουσική) ο τονισμός ενός τμήματος του μέτρου ή ενός ιδιαίτερου μέρους μιας μελωδίας
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | accent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accents |
αόριστος | accented |
παθητική μετοχή | accented |
ενεργητική μετοχή | accenting |
accent (en)
- τονίζω (υψώνω τον τόνο, δίνω έμφαση, βάζω το σημείο του τόνου σε μια λέξη που γράφω)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accent | accents |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
accent (fr) αρσενικό
- ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιάς περιοχής
- η προφορά
- l’accent du Midi - η προφορά της Νότιας Γαλλίας
- accent national - εθνική προφορά
- accent anglais, italien, espéranto - αγγλική, ιταλική, εσπεραντική προφορά
- (γλωσσολογία) ο τόνος, το τονικό σημάδι στις λέξεις
- (μουσική) ο τονισμός ενός ιδιαίτερου μέρους μιας μελωδίας μέσω της αύξησης της έντασης ενός φθόγγου ή της διάρκειάς του