absolutoire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- absolutoire < λατινική absolutorius
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
absolutoire | absolutoires |
absolutoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
absolutoire | absolutoires |
absolutoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό