absentéiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ap.sɑ̃.te.ist/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
absentéiste | absentéistes |
absentéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που απουσιάζει συχνά από την εργασία του
ενικός | πληθυντικός |
absentéiste | absentéistes |
absentéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό