Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.bu.taʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
aboutage aboutages

aboutage (fr) αρσενικό