Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

abolitionniste < abolition

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.bɔ.li.sjɔ.nist/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abolitionniste abolitionnistes

abolitionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που είναι υπέρ της κατάργησης (της δουλείας, της θανατικής ποινής, ...)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

abolitionniste (fr) αρσενικό

  1. λέγεται, στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τους οπαδούς της κατάργησης της δουλείας