abnégation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ab.ne.ɡa.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abnégation | abnégations |
abnégation (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : abnegation |
ενικός | πληθυντικός |
abnégation | abnégations |
abnégation (fr) θηλυκό