abjuration
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ab.ʒy.ʁa.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abjuration | abjurations |
abjuration (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
abjuration | abjurations |
abjuration (fr) θηλυκό