abeyance
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
abeyance (en)
- εκκρεμότητα, κατάσταση όπου κάτι εκκρεμεί
- αναστολή, κατάσταση όπου κάτι αναστέλλεται ή δεν αφήνεται να εκδηλωθεί προσωρινά
Εκφράσεις επεξεργασία
- in abeyance: σε εκκρεμότητα/αχρηστία
Πηγές επεξεργασία
- abeyance - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abeyance - Oxford Learner's Dictionaries