Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ba.tœʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abatteur abatteurs

abatteur (fr) αρσενικό