abattement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abattement | abattements |
abattement (fr) αρσενικό
- η μείωση
ενικός | πληθυντικός |
abattement | abattements |
abattement (fr) αρσενικό