Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abasourdissement abasourdissements

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ba.zuʁ.dis.mɑ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

abasourdissement (fr) αρσενικό

  1. το αποτέλεσμα του ξεκουφαίνω
  2. το αποτέλεσμα του « αφήνω κάποιον εμβρόντητο », η έκπληξη

Συγγενικά επεξεργασία