Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

abactor (en)

  Πηγές επεξεργασία



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

abactor < abigo, abact-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

abactor (la) αρσενικό

  1. ζωοκλέφτης
  2. απαγωγέας
  3. απελάτης

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ăbactor ăbactorēs
γενική ăbactoris ăbactorum
δοτική ăbactorī ăbactoribus
αιτιατική ăbactorem ăbactorēs
κλητική ăbactor ăbactorēs
αφαιρετική ăbactore ăbactoribus
(γ' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία