Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

aĉeti < aĉet + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα aĉeti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας aĉetas aĉetanta aĉetata
αόριστος aĉetis aĉetinta aĉetita
μέλλοντας aĉetos aĉetonta aĉetota
υποθετική aĉetus - -
προστακτική aĉetu - -

aĉeti (eo)