Zuckerrübe
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Zuckerrübe | die | Zuckerrüben |
γενική | der | Zuckerrübe | der | Zuckerrüben |
δοτική | der | Zuckerrübe | den | Zuckerrüben |
αιτιατική | die | Zuckerrübe | die | Zuckerrüben |
Zuckerrübe (de) θηλυκό
- το ζαχαρότευτλο