Werk
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Werk | die | Werke |
γενική | des | Werks Werkes |
der | Werke |
δοτική | dem | Werk Werke |
den | Werken |
αιτιατική | das | Werk | die | Werke |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Werk < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική werc(h) < παλαιά άνω γερμανική werc [1] < πρωτογερμανική *werką [2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wérǵom
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Werk (de) ουδέτερο
- η εργασία, η δουλειά
- (συνεκδοχικά) το έργο, το προϊόν της εργασίας
- λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό δημιούργημα
- εργοστάσιο, βιομηχανία
- μηχανισμός
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- etwas ins Werk setzen : βάζω κάτι σε πράξη, πραγματοποιώ, υλοποιώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Werk στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Werk αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Werk < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Werk αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]
Σλοβενικά (sl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Werk < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Werk αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Priimki (S-Ž), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (S-Ž), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβανίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0 [4]