Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Vater die Väter
γενική des Vaters der Väter
δοτική dem Vater den Vätern
αιτιατική den Vater die Väter

  Ετυμολογία επεξεργασία

Vater < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική vater < παλαιά άνω γερμανική fater [1] < πρωτογερμανική *fadēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfaːtɐ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Vater (de) αρσενικό

  1. (οικογένεια) ο πατέρας
    Er ist stolzer Vater von drei Mädchen.
    Είναι περήφανος πατέρας τριών κοριτσιών.
     αντώνυμα: Mutter
  2. (εκκλησιαστικός όρος, καθολικισμός) προσφώνηση ιερέων, ο πάτερ
     συνώνυμα: Pater
  3. (χριστιανισμός) ο Θεός, ο Πατέρας
    Im Namen des Vaters und des Sohnes und des Heiligen Geistes, Amen.
    Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν.
  4. (μόνο στον πληθυντικό) οι πρόγονοι, οι πατέρες
     συνώνυμα: Ahnen, Vorfahren, Vorväter

Άλλες μορφές επεξεργασία

χαϊδευτικά

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Vater στη γερμανική Βικιπαίδεια  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Vater αρσενικό ή θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Vater - Duden online.
  2. Vater - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
  3. Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Vater αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



Σουηδικά (sv) επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Vater αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]