Vater
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Vater | die | Väter |
γενική | des | Vaters | der | Väter |
δοτική | dem | Vater | den | Vätern |
αιτιατική | den | Vater | die | Väter |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Vater < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική vater < παλαιά άνω γερμανική fater [1] < πρωτογερμανική *fadēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr [2]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Vater (de) αρσενικό
- (οικογένεια) ο πατέρας
- (εκκλησιαστικός όρος, καθολικισμός) προσφώνηση ιερέων, ο πάτερ
- (χριστιανισμός) ο Θεός, ο Πατέρας
- ↪ Im Namen des Vaters und des Sohnes und des Heiligen Geistes, Amen.
- Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν.
- ↪ Im Namen des Vaters und des Sohnes und des Heiligen Geistes, Amen.
- (μόνο στον πληθυντικό) οι πρόγονοι, οι πατέρες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Vater στη γερμανική Βικιπαίδεια
Κύριο όνομα επεξεργασία
Vater αρσενικό ή θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Vater - Duden online.
- ↑ Vater - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
- ↑ Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Vater αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Vater αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]