Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Untersuchungshaft < Untersuchung + Haft

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Untersuchungshaft (de) θηλυκό